ενθρύπτω

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

ἐνθρύπτω και ποιητ. τ. ἐνιθρύπτω (Α) θρύπτω
βουτώ και λειώνω κάτι σε υγρό, κάνω παπάραἄρτος... ἐν οἴνῳ έντεθρυμμένος», Ιπποκρ.).