επάρχισσα

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐπάρχισσα, η (Μ)
η σύζυγος του επάρχου, η επαρχίνα.