επιδέξιος
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek Monolingual
και πιδέξιος, -α, -ο (AM ἐπιδέξιος, -α, -ον) δεξιός
1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι»)
2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος»)
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιδέξιο(ν) και πιδέξιο
1. η εξυπνάδα («ἄκουσε τὸ φρόνιμον, τὸ ἐπιδέξιόν του»)
2. η άνεση, κυρίως η οικονομική («ας έχω το πιδέξιόν μου στη φυλακήν οπού μαι», «εσύ έχεις όλα σου σωστά, πάντα σου τα πιδέξια»)
3. φρ. «με το πιδέξιο» ή «με τα πιδέξια» — με τέχνη, με έξυπνο τρόπο
νεοελλ.
1. (για πράγματα) κατάλληλος, ανάλογος, ταιριαστός
2. παροιμ. «τα μεταξωτά βρακιά θένε κι επιδέξιους κώλους» — αυτοί που καταλαμβάνουν μια θέση ή αναλαμβάνουν κάτι σημαντικό πρέπει νά ‘χουν τα ανάλογα προσόντα
αρχ.-μσν.
τυχερός, ευνοημένος από την τύχη
(μσν) 1
(για τόπο) κατάλληλος για κάτι
2. όμορφος, με ωραία εμφάνιση
3. ευγενικός, λεπτός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιδέξια
τα μέρη προς τα δεξιά.
επίρρ...
επιδέξια (AM ἐπιδέξια και ἐπὶ δεξιὰ και ἐπιδεξίως)
με επιδεξιότητα, με επιτηδειότητα
μσν.- νεοελλ.
1. με ευγενικό τρόπο, με λεπτότητα
2. ορθά, με σωστό τρόπο
αρχ.
1. με κίνηση από δεξιά προς τ’ αριστερά («ὄρνυσθ’ ἑξείης ἐπιδέξια... ἀρξάμενοι» — να σηκωνόσαστε με τη σειρά αρχίζοντας απ’ τα δεξιά)
2. ευοίωνα, αίσια, με ευχάριστα προμηνύματα («ἀστράπτων ἐπιδέξια... ἐναίσιμα σήματα φαίνων», αστράφτοντας ευνοϊκά, απ’ τα δεξιά, δίνοντας καλά προμηνύματα)
3. προς το δεξί χέρι, προς τη δεξιά μεριά («ἐπιδέξια εἰς τὸν Πόντον εἰσπλέοντι»).