επιμήκυνση

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

η επιμηκύνω
1. αύξηση του μήκους
2. η ιδιότητα τών μετάλλων και τών κραμάτων τους να επιμηκύνονται όταν ασκηθεί έλξη.