Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
-ες (AM ἐριώδης, -ες, Α και ιων. εἰριώδης, -ες) έριον
1. ο γεμάτος μαλλιά, ο μαλλωτός
2. ο όμοιος με μαλλί («τρίχα κάτωθεν ἐριώδη», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο εριώδης
γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας τών κηβιδών.