ευαστής

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

εὐαστής, -οῦ και εὐάστης, -ου, ὁ (Α) ευάζω
1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει
2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» — ο Βάκχος
β) «εὐαστὴς θρίαμβος» — ο μικρός θρίαμβος, ο εύας.