στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) ευήνωρη ανδρεία, η γενναιότητα.