εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
εὐρύνοος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νοος (< νο-ος, νους), πρβλ. αγχίνοος, εύνοος].