ευσταλής

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῦς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῖς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῖς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. ασταλής, μονοσταλής].