ευχετικός

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό και ευχητικός, -ή, -ό
ευχέτης
1. αυτός που αναφέρεται στην ευχή, που περιέχει ή εκφράζει ευχή, ευχετήριος («ευχετική επιστολή»)
2. αυτός που λέγεται για ευχή, ικεσία, παράκληση
3. το ουδ. ως ουσ. το ευχετικό
το ευχετήριο, γραπτή έκφραση ευχής.
επίρρ...
ευχετικώς
για έκφραση, για εκδήλωση ευχής, ικεσίας.