εχθροπραξία

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

η
1. εχθρική πράξη ή ενέργεια
2. πληθ. οι εχθροπραξίες
ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -πραξία (< πράξις), πρβλ. απραξία, κοινοπραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη].