εύκουρος

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

εὔκουρος, -ον (Α)
ο κουρεμένος καλά ή τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»].