ζωμίδιον
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
τό, Dim. of ζωμός, a little sauce, Ar.Nu.389.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mauvais bouillon, petit potage.
Étymologie: ζωμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωμίδιον -ου, τό, demin. van ζωμός, soepje, sausje.
Russian (Dvoretsky)
ζωμίδιον: τό [demin. к ζωμός похлебочка или дрянная похлебка Arph.
Greek Monolingual
ζωμίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ζωμός) ζουμάκι.
Greek Monotonic
ζωμίδιον: τό, υποκορ. του ζωμός, λίγος ζωμός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ζωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζωμός, ὀλίγος ζωμός, Ἀριστοφ. Νεφ. 389.