ημερώνω

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

και μερώνω (AM ἡμερῶ, -όω, Μ και ἡμερώνω) ήμερος
1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω
2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ
3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω
νεοελλ.
1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι, ησυχάζω, μαλακώνω («όντας μ' απομακρύνεσαι, κλαίω και δε μερώνω», δημ. τραγ.)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω
μσν.
1. μετριάζομαι, λιγοστεύω
2. συμφιλιώνομαι με κάποιον
αρχ.
1. (για γη) καλλιεργώ
2. (για χώρα) καθαρίζω τη γη απαλλάσσοντάς την από θηρία και ληστές («ναυτιλίαισί τε πορθμόν ἁμερώσαις», Πίνδ.)
3. υποτάσσω («ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον τὴν ἐξυβρίσασαν», Ηρόδ.).