χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
ἡμιτμήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)κομμένος στη μέση, διχοτομημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. αποτμήξ].