ηπίολος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ἡπίολος και ἡπιόλης, ό (Α)
μικρή πεταλούδα που πετά γύρω από το φως, ο πυραύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπίαλος].