θέρισις

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, das Ernten, Mähen.

Greek (Liddell-Scott)

θέρισις: -εως, ἡ, (θερίζω) τὸ θερίζειν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

θέρισις, ἡ θερίζω (Α)
ο θερισμός, το κόψιμο τών σταχιών.