θεοκυδής

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

θεοκυδής, -ές (Α)
αυτός που τιμάται σαν θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κυδής (< κύδος), πρβλ. μεγακυδής, φερεκυδής].