τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
θεριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θερίζω, δεῖ θερίζειν, Θ. Στουδ. Cod. Par. 892, fol. 14 ro.