θρασκίας

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

θρασκίας, ὁ (Α)
ο θρακίας, άνεμος που πνέει από τη Θράκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος και δυσερμήνευτος τ. του θρᾳκίας, χωρίς να είναι γνωστό ποιος είναι ο αρχικός].