θυριδωτός

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρῐδωτός Medium diacritics: θυριδωτός Low diacritics: θυριδωτός Capitals: ΘΥΡΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: thyridōtós Transliteration B: thyridōtos Transliteration C: thyridotos Beta Code: quridwto/s

English (LSJ)

θυριδωτή, θυριδωτόν, having apertures, κιβωτός Demioprat. ap. Poll.10.137; καταπάλτης IG22.1487.89.

German (Pape)

[Seite 1227] mit Fenstern versehen, κιβωτός Poll. 10, 137.

Greek (Liddell-Scott)

θυριδωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, Πολυδ. Ι΄, 137.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυριδωτός, -ή, -όν)
αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθωτός, θολωτός)].