ιεροφάντης

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων. τ. ἱροφάντης, θηλ. ἱεροφάντις και ἱεροφάντρια)
νεοελλ.
μτφ. βαθύς μύστης κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν ιεροτελεστία (α. «ιεροφάντης της ιατρικής» β. «ιεροφάντης της τέχνης»)
αρχ.
1. αυτός που διδάσκει την τάξη τών θυσιών και της λατρείας (α. «ἱεροφάντης
μυσταγωγός, ὁ ἱερεύς ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», Ησύχ.
β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», Ηρόδ.)
2. ανώτατος ιερατικός άρχοντας της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα
3. επιγρ. ένας θρησκευτικός άρχοντας στην Αθήνα
4. (στη Ρώμη) α) ο αρχιερέας (pontifex)
β) ο μέγας αρχιερέας (pontifex maximus)
5. ο αρχιερέας τών Εβραίων
6. (για τους χριστιανούς) ο ιερέας
7. μυστικός εξηγητής, ερμηνευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -φαντης (< φαίνω)
πρβλ. συκοφάντης, υδροφάντης.