ιθύνους

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ἰθύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ευθύ νου, ο ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -νους (< νους), πρβλ. κουφόνους, υψίνους].