ιμαντοπάροχος
From LSJ
Greek Monolingual
ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιοπάροχος, υδροπάροχος.
ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιοπάροχος, υδροπάροχος.