Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
κάθησο: προστ. του κάθημαι· καθῆστο, γʹ ενικ. παρατ.
κάθησο: эп. 2 л. sing. imper. к κάθημαι.