καθηλωτής

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηλωτής Medium diacritics: καθηλωτής Low diacritics: καθηλωτής Capitals: ΚΑΘΗΛΩΤΗΣ
Transliteration A: kathēlōtḗs Transliteration B: kathēlōtēs Transliteration C: kathilotis Beta Code: kaqhlwth/s

English (LSJ)

καθηλωτοῦ, ὁ, one who nails on, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, der Annagelnde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθηλωτής: τοῦ, ὁ, ὁ καθηλῶν τι, καρφωτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

καθηλωτής, ὁ (Α) καθηλώ
αυτός που καθηλώνει, που καρφώνει.