κακόχολος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος
2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χολος (< χολή), πρβλ. πικρόχολος].