καμπουριαστός

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

-ή, -ό καμπουριάζω
αυτός που περπατά σκυφτός, καμπουριασμένος.
επίρρ...
καμπουριαστά
με καμπουριαστό τρόπο, σκυφτά, κυρτωμένα, λυγισμένα.