καστανόχρωμος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
καστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν του κάστανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσόχρωμος, σταρόχρωμος].