καταλαβαίνω
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
(Α καταλαμβάνω, Μ καταλαβαίνω) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («κάνει πως δεν καταλαβαίνει»
νεοελλ.
φρ. α) «του 'δωσα και κατάλαβε»
i) τον τιμώρησα, τον εκδικήθηκα
ii) έκανα κάτι κατά κόρον
β) «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» — γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.