κατηρεμέω
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
German (Pape)
[Seite 1401] beruhigen, βουλόμενος αὐτοὺς κατηρεμῆσαι Xen. An. 7, 1, 22, wohl in κατηρεμίσαι zu ändern.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
[Seite 1401] beruhigen, βουλόμενος αὐτοὺς κατηρεμῆσαι Xen. An. 7, 1, 22, wohl in κατηρεμίσαι zu ändern.