κατθέμεν
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.
German (Pape)
ep. für καταθεῖναι.
Russian (Dvoretsky)
κατθέμεν: эп. inf. к κατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.