εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
το κατρακυλώ1. γρήγορο κύλισμα προς τα κάτω, γρήγορη κατολίσθηση2. απότομη πτώση, ραγδαία μείωση.