κατρακύλημα

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

το κατρακυλώ
1. γρήγορο κύλισμα προς τα κάτω, γρήγορη κατολίσθηση
2. απότομη πτώση, ραγδαία μείωση.