κεραμοποιία
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
η
1. η τέχνη του κεραμοποιού, η κεραμευτική
2. (ειδ.) η τέχνη της κατασκευής ή η βιομηχανία παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δημήτριο Φίλιο].