κηρικός

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο (κηρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κερί ή αυτός που περιέχει κερί («κηρικά φάρμακα»).