κηρογραφώ
From LSJ
Greek Monolingual
κηρογραφῶ, -έω (Α)
ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. εικονογραφώ, καλλίγραφώ].
κηρογραφῶ, -έω (Α)
ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. εικονογραφώ, καλλίγραφώ].