κηροκοπίδα

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

η
χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη του πλαισίου τεχνητής κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)].