κηρομάρμαρος

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρομάρμᾰρος Medium diacritics: κηρομάρμαρος Low diacritics: κηρομάρμαρος Capitals: ΚΗΡΟΜΑΡΜΑΡΟΣ
Transliteration A: kēromármaros Transliteration B: kēromarmaros Transliteration C: kiromarmaros Beta Code: khroma/rmaros

English (LSJ)

ὁ, cement for making drainpipes watertight, Steph.in Hp. 2.384 D.

Greek Monolingual

κηρομάρμαρος, ὁ (Μ)
συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλιμάρμαρος, πολυμάρμαρος.