κηροτέχνης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
κηροτέχνου, ὁ, modeller in wax, Anacreont.10.9.
German (Pape)
[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
κηροτέχνης: ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.
Greek Monotonic
κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.
Middle Liddell
κηρο-τέχνης, ου,
a modeller in wax, Anacreont.