κλυτόνοος

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόνοος Medium diacritics: κλυτόνοος Low diacritics: κλυτόνοος Capitals: ΚΛΥΤΟΝΟΟΣ
Transliteration A: klytónoos Transliteration B: klytonoos Transliteration C: klytonoos Beta Code: kluto/noos

English (LSJ)

κλυτόνοον, famous for wisdom, AP3.4 (Inscr. Cyzic.). [κλῡ-metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1457] = κλυτόμητις, heißt Polymedes, Epigr. Cyzic. (III, 4).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
célèbre par sa sagesse.
Étymologie: κλυτός, νοῦς.

Russian (Dvoretsky)

κλῡτόνοος: (ῡ in crasi) мудрый (Πολυμήδης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κλυτόνοος: -ον, περίφημος διὰ τὴν σοφίαν του, Ἀνθ. Π. 3. 4. κλῡ- ἐν ἄρσει.

Greek Monotonic

κλυτόνοος: -ον, περίφημος για τη σοφία του, σε Ανθ.