δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
-η, -οαυτός που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιά + ορφανός αντί κοιλιάρφανος].