κοιλάρφανος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιά + ορφανός αντί κοιλιάρφανος].