σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
κοιλιοφορῶ, -έω (Α)κυοφορώ, είμαι έγκυος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -φορῶ (< -φόρος < φόρος < φέρω)].