κοιλιοφορώ

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

κοιλιοφορῶ, -έω (Α)
κυοφορώ, είμαι έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -φορῶ (< -φόρος < φόρος < φέρω)].