κοιλοφθαλμιώ Search Google

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

κοιλοφθαλμιῶ, -άω (Α) κοιλόφθαλμος
έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων του οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)].