κοκκύτης

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

και κοκίτης, ο
ιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος του αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή —εισπνευστικό συριγμό— και τελειώνουν με την αποβολή διαυγούς κολλώδους βλέννας και, συχνά, με έμετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ «κραυγή του κούκου». Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].