κολλαγόνος

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

και κολλογόνος, -ο, θηλ. και -α
1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη
2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο
(βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες, στους συνδέσμους, στο στρώμα του συνδετικού ιστού του δέρματος, στην οδοντίνη και στους χόνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagen ή collogen < colla- (< κόλλα) + -gen (< γαλλ. -gene < -γενής < γένος < γίγνομαι)].