κοσμοχαλασιά
From LSJ
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
Greek Monolingual
και κοσμοχάλαση, η
1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων της φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου
2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)].