κουβούκλιον

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek (Liddell-Scott)

κουβούκλιον: ἢ ὀρθότερ. κουβικούλιον, Λατ. cubiculum, κοιτών, θάλαμος, συνήθως ὁ κοιτὼν τοῦ βασιλέως, Χρον. Πασχ. 578, 4, κλ. 2) κιβώτιον, Χρον. Πασχ. 69, 15, ἴδε Δουκάγγ.