κουκέτα

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

η
1. μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, αλλ. κοκέτα
2. στον πληθ. οι κουκέτες
κρεβάτια, συνήθως παιδικά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta].