κτίριο

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

το (Μ κτίριον)
(εσφ. γρφ.) κτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κτήριο].