κυανοπτέρυξ

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοπτέρυξ Medium diacritics: κυανοπτέρυξ Low diacritics: κυανοπτέρυξ Capitals: ΚΥΑΝΟΠΤΕΡΥΞ
Transliteration A: kyanoptéryx Transliteration B: kyanopteryx Transliteration C: kyanopteryks Beta Code: kuanopte/ruc

English (LSJ)

υγος, ὁ, ἡ, = κυανόπτερος (with blue-black feathers, dark-winged), παῖς Ἀφροδίτας Cerc. 5.2.

Greek Monolingual

κυανοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκοπτέρυξ, φοινικοπτέρυξ)].